λογόμιμος

λογόμιμος
λογόμιμος, ὁ (Α)
αυτός που μιμείται λέξεις ή λόγους ή αυτός που μιμείται με λέξεις, συγγραφέας ή ηθοποιός μίμων που μιλούν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λογόμιμος — writer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυναικόμιμος — γυναικόμιμος, ον (AM) αυτός που μιμείται τις γυναίκες στις κινήσεις ή στο ντύσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + μίμος (πρβλ. αντίμιμος, λογόμιμος)] …   Dictionary of Greek

  • λογο- — (AM λογο ) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που σημαίνει ότι το δηλούμενο από τη σύνθετη λέξη γίνεται με λόγια (πρβλ. λογειατρία, λογόγριφος, λογοπαίγνιο) ή έχει γενικότερα ως αντικείμενο τον λόγο (πρβλ. λογογράφος, λογοκλόπος,… …   Dictionary of Greek

  • μίμος — Στη σύγχρονη ορολογία με τη λέξη μ. υποδηλώνεται ένα θεατρικό είδος, στο οποίο η σκηνική έκφραση στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις χειρονομίες, στη στάση και στην κίνηση του ανθρώπινου σώματος. Στην κλασική εποχή ο μ. ήταν μια ιδιαίτερη μορφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”